κράνο(ν)

κράνο(ν)
το кизил (плод)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κράνο(ν)" в других словарях:

  • κράνο — το (Α κράνον) καρπός τής κρανιάς αρχ. το φυτό κρανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή *kr n τής συνεσταλμένης βαθμίδας τής ΙΕ ρίζας *ker «κράνο, κεράσι» (οι δυο καρποί μοιάζουν πολύ). Εμφανίζει πλήρη αντιστοιχία με το λατ. cornum,… …   Dictionary of Greek

  • κράνο — το ο καρπός της κρανιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηλόκρανο — το, Ν ναυτ. τεμάχιο σκληρού ξύλου που χρησιμεύει για τη σύνδεση τού επιστηλίου με τη στήλη τού ιστού, κν. τεσταμόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κρανο (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό κρανο. Η λ., στον λόγιο τ. στηλόκρανον, μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • κανονιόκρανο — το το εξόγκωμα που βρίσκεται γύρω από το στόμιο τής προτομής τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. κανονιόκρανο αντί* κανονόκρανο (βλ. λ. κανονιοβολώ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κρανο (< κρᾱνον «κρανίο», τ. που μαρτυρείται μόνο στο β συνθετικό σύνθ.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιοκολάπτης — καρδιοκολάπτης, ὁ (Μ) αυτός που τσιμπά την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κολάπτης (< κολάπτω «τσιμπώ, πελεκώ»), πρβλ. δρυ κολάπτης, κρανο κολάπτης] …   Dictionary of Greek

  • κορνώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 10 οικογένειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornales < corn (< λατ. cornus / cornum «κράνο[ν]») + κατάλ. ales που αποδίδεται με την ώδη] …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • κρανουργός — κρανουργός, ὁ (Α) ο κρανοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρανο εργός με συναίρεση < κράνος + (F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι ουργός, στιχ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • πίτταξις — άξεως, ἡ, ΜΑ ο καρπός τής κρανιάς, το κράνο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»